Τα ακουστικά βαρηκοΐας
είναι ενισχυτές του ήχου και αποτελούνται βασικά από ένα ή δύο μικρόφωνα, τη βαθμίδα επεξεργασίας του ήχου, την ενισχυτική βαθμίδα και το μεγάφωνο.


Υπάρχουν 3 βασικοί τύποι ακουστικών βαρηκοΐας που η ονομασία τους δόθηκε ανάλογα με τη θέση που εφαρμόζονται: ενδκαναλικά, ενδωτιαία και οπισθωτιαία.

Τα ακουστικά βαρηκοΐας προτείνονται σε περιπτώσεις βαρηκοΐας που δεν ανατάσσονται με εγχείρηση ή φαρμακευτική αγωγή, με όριο τα 70 - 80 dΒ HL.


Τα οστεόφωνα
είναι ενισχυτές του ήχου που χρησιμοποιούν την οστέινη οδό, ώστε οι ενισχυμένες δονήσεις των ήχων να καταλήγουν κατευθείαν στον κοχλία παρακάμπτοντας τον έξω ακουστικό πόρο.
Προτείνονται σε ασθενείς με δυσπλασίες και απλασίες του έξω και μέσου αφτιού (π.χ. ατρησίες του έξω ακουστικού πόρου), σε χρόνιες ωτίτιδες και εξωτερικές ωτίτιδες που απαγορεύουν την χρήση ακουστικού βαρηκοΐας με εκμαγείο.

Προσφέρονται σε δύο τύπους, προσαρμοσμένα σε γυαλιά μυωπίας


ή σε αυτόνομες συσκευές που στερεώνονται με ελαστικές κορδέλες.



Τελευταία εμφανίστηκαν και τα οστεόφωνα ADHEAR, με αυτοκόλλητο προσαρμογέα που εξασφαλίζει μεταφορά του ήχου χωρίς καθόλου πίεση στο δέρμα.

Ο επεξεργαστής ήχου, με διπλά μικρόφωνα, 16 ψηφιακά κανάλια, συνδεσιμότητα με κινητά τηλέφωνα, δέκτες FM ή Bluetooth και με 4 διαφορετικά εγκατεστημένα προγράμματα ακρόασης.



Για μεγαλύτερες βαρηκοΐες ή μικτού τύπου, προτείνονται οι εμφυτεύσιμες προθέσεις, δηλαδή αυτές που τοποθετούνται χειρουργικά μερικώς ή ολόκληρες στο μέσο αφτί.

Στις περιπτώσεις παιδικής βαρηκοΐας εφαρμόζονται ακουστικά βαρηκοΐας ή οστεόφωνα και στα δύο αφτιά, προκειμένου να επιτευχθεί κατάλληλη ακουστική ενίσχυση, καλύτερη εντόπιση της κατεύθυνσης του ήχου και πρόσθετη βελτίωση κατά 20% περίπου στη διάκριση της ομιλίας, που συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη του λόγου.